Μαθημένη ανικανότητα

Υπάρχει μια ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος -ή ακόμη κι ένα ζώο- έχει διδαχτεί να δρα και να συμπεριφέρεται ως ανίκανος σε συγκεκριμένες συνθήκες, ακόμα και τότε που έχει την δύναμη να αλλάξει την εκάστοτε δυσάρεστη ή την επιζήμια περίσταση.

Κάποιοι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ισχυρίζονται πως η κλινική κατάθλιψη και οι σχετικές ψυχολογικές αρρώστιες προκαλούνται κυρίως από μια έλλειψη διάκρισης του ατόμου για την πιθανότερη έκβαση μιας κατάστασης.


O Ψυχολόγος Martin Seligman ξεκίνησε ορισμένα πειράματα το 1967 στο Πανεπιστημίο του Cornell, σαν μια συνέχιση του ενδιαφέροντος που είχε για την κατάθλιψη.

Στο πρώτο στάδιο των πειραμάτων, τρεις ομάδες σκύλων τοποθετήθηκαν σε κλουβιά.
Η πρώτη ομάδα είχε απλά τοποθετηθεί σε κλουβιά για κάποιο χρονικό διάστημα κι έπειτα απελευθερώθηκε.
Η δεύτερη και η τρίτη ομάδα αποτελούνταν από δεμένα ανά ζεύγη σκύλους. Ένας σκύλος στην δεύτερη ομάδα θα είχε μια εκούσια έκθεση στον πόνο με ηλεκτρικά σοκ, τα οποία ο σκύλος θα μπορούσε να σταματήσει πιέζοντας έναν απλό μοχλό. Ένας σκύλος της τρίτης ομάδας είχε καλωδιωθεί παράλληλα με έναν σκύλο της δεύτερης ομάδας, λαμβάνοντας τα σοκ της ίδιας διάρκειας και ισχύος, αλλά μην έχοντας κοντά του μοχλό που να τα σταματά. Σε έναν σκύλο της τρίτης ομάδας λοιπόν, το σοκ σταματούσε τυχαία, καθώς ο σκύλος που ήταν καλωδιωμένος με αυτόν από την δεύτερη ομάδα, κάποια στιγμή πίεζε τον μοχλό και τα έκανε να σταματήσουν. Για τους σκύλους της τρίτης ομάδας, το σοκ προφανώς ήταν αναπόφευκτο. Οι σκύλοι της πρώτης και της δεύτερης ομάδας γρήγορα ανάρρωναν από την εμπειρία, αλλά αυτοί της τρίτης ομάδας μάθαιναν σιγά σιγά να είναι αβοήθητοι, και παρουσίαζαν συμπτώματα παρόμοια με την κατάθλιψη.

Στο δεύτερο στάδιο αυτών των πειραμάτων, και οι τρεις ομάδες των σκύλων υποβλήθηκαν σε δοκιμές μέσα σε ένα κλειστό κουτί-συσκευή για ηλεκτρικά σοκ, από το οποίο μπορούσαν να δραπετεύσουν εάν πηδούσαν πάνω από ένα χαμηλό χώρισμα. Στην μεγαλύτερη διάρκεια του πειράματος, οι σκύλοι της τρίτης ομάδας, που είχαν προηγουμένως "μάθει" πως οτιδήποτε και να έκαναν δεν θα επέφερε το σταμάτημα των ηλεκτρικών σοκ, απλώς ξάπλωναν κάτω και παθητικά κλαψούριζαν.
Ακόμα και τότε που θα μπορούσαν να δραπετεύσουν εύκολα από αυτήν την άσχημη κατάσταση, οι σκύλοι ούτε καν το προσπάθησαν.


Ένα πιο πρόσφατο πείραμα, το 1977, αποτελείτο από δυο ομάδες ανθρώπινων βρεφών. Η μια ομάδα τοποθετήθηκε σε κρεβατάκια με αισθητηριακά μαξιλάρια, σχεδιασμένα έτσι ώστε η κίνηση του κεφαλιού του βρέφους να μπορούσε να ελέγξει και να επηρεάσει την περιστροφή ενός κινητού αντικειμένου που υπήρχε εντός του οπτικού τους πεδίου. Η άλλη ομάδα τοποθετήθηκε επίσης σε κρεβατάκια, όμως δεν είχε κανέναν έλεγχο στην κίνηση του αντικειμένου αυτού και απλά είχε την δυνατότητα να απολαύσει την κίνησή, κοιτώντας το. Αργότερα, και οι δυο ομάδες δοκιμάστηκαν σε κρεβατάκια όπου τους επιτρέπονταν να ελέγξουν το κινητό αντικείμενο. Ενώ τώρα όλα τα βρέφη είχαν αυτή την δυνατότητα, μόνο η ομάδα που ήδη είχε μάθει για το αισθητηριακό μαξιλάρι την χρησιμοποίησε.


Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες προσπαθούν να ανακαλύψουν τί κάνει μερικούς ανθρώπους πιο ευάλωτους στην μαθημένη ανικανότητα (ο όρος στην αγγλικήν είναι learned helplessness). Εκείνοι που βλέπουν τα αρνητικά γεγονότα στη ζωή τους ως κάτι μόνιμο, είτε ως προσωπικό λάθος, είτε ως γενικό κακό, είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από αυτή τη νόσο, όπως επίσης κι από κατάθλιψη. Επίσης το ίδιο ισχύει για τα εξαιρετικά ντροπαλά άτομα και για τα διαρκώς αγχωμένα.

Ο Albert Bandura, ίσως ο μεγαλύτερος ψυχολόγος του 21ου αιώνα, προσθέτει πως οι άνθρωποι είναι πιθανό να αρχίσουν να νιώθουν ανίκανοι παρακολουθώντας απλά κάποιους άλλους που ήδη νιώθουν έτσι...